κατασκευαστός

κατασκευαστός
κατασκευαστός
artificial
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατασκευαστός — ή, ό (Α κατασκευαστός, ή, όν) [κατασκευάζω] αυτός που έχει κατασκευαστεί ή που είναι δυνατόν να κατασκευαστεί, ο τεχνητός, εκείνος που δεν υπάρχει στη φύση αρχ. 1. εκείνος που ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές κάποιου («ὁ κατασκευαστὸς …   Dictionary of Greek

  • κατασκευαστόν — κατασκευαστός artificial masc acc sg κατασκευαστός artificial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστοί — κατασκευαστός artificial masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστούς — κατασκευαστός artificial masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστή — κατασκευαστός artificial fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστῶς — κατασκευαστός artificial adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστῷ — κατασκευαστός artificial masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκατασκεύαστος — ον, Α αυτός που έχει κατασκευαστεί με μεγάλη επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κατασκευαστός (< κατασκευάζω), πρβλ. νεο κατασκεύαστος] …   Dictionary of Greek

  • κατασκευαστῶν — κατασκευαστής contriner masc gen pl κατασκευαστός artificial fem gen pl κατασκευαστός artificial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευασταῖς — κατασκευαστής contriner masc dat pl κατασκευαστός artificial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”